- ἐξοδιασμός
- ἐξοδιασμόςpaymentmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξοδιασμός — και ξοδιασμός, ο (AM ἐξοδιασμός) [εξοδιάζω] δαπάνη αρχ. εξοδία … Dictionary of Greek
ἐξοδιασμοῖς — ἐξοδιασμός payment masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοδιασμοί — ἐξοδιασμός payment masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοδιασμούς — ἐξοδιασμός payment masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοδιασμῶν — ἐξοδιασμός payment masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοδιασμόν — ἐξοδιασμός payment masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξοδιασμός — ο βλ. εξοδιασμός … Dictionary of Greek